νυφοστόλι

νυφοστόλι
τό
1) наряд невесты; 2) украшенный уголок для новобрачных во время свадьбы;

§ ντύθηκε το νυφοστόλι — разоделась как невеста


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "νυφοστόλι" в других словарях:

  • νυφοστόλι — το (Μ νυμφοστόλι) νεοελλ. 1. στολισμός τής νύφης ως μέρος τής προετοιμασίας για την τελετή τού γάμου 2. η ενδυμασία και τα στολίδια τής νύφης στο σύνολο τους 3. ο στολισμένος τοίχος τής αίθουσας κοντά στον οποίο στέκονται κατά την τελετή τού… …   Dictionary of Greek

  • νυφοστόλι — το 1. στολισμός της νύφης, νυφοστόλισμα. 2. τα νυφικά ρούχα. 3. τοίχος δωματίου στολισμένος, όπου στέκονται ο γαμπρός και η νύφη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νυμφοστόλι — νυμφοστόλι, τὸ (Μ) βλ. νυφοστόλι …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»